- Τέλ-Άβίβ
- η г. Тель-Авив
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Τελ Αβίβ — Πόλη (317.800 κάτ.) του Ισραήλ, πρωτεύουσα του διαμερίσματος Τελ Αβίβ (170 τ. χλμ.) που αποτελείται από την ένωση των πόλεων Γιάφα (Ιόππης) και Τελ Αβίβ. Η Γιάφα, που βρίσκεται στη βραχώδη προεξοχή της Ανατολικής Μεσογείου και θεωρείται τώρα… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Κάνεμαν, Ντάνιελ — (Daniel Kahneman, Τελ Αβίβ 1934 –). Αμερικανός ψυχολόγος, ισραηλινής καταγωγής. Αποφοίτησε το 1954 από το Εβραϊκό Πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ, με πτυχία ψυχολογίας και μαθηματικών. Το 1961 απέκτησε διδακτορικό τίτλο στην ψυχολογία από το… … Dictionary of Greek
Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… … Dictionary of Greek
σιωνισμός — Πολιτικοθρησκευτικό κίνημα που ιδρύθηκε από το Χερτσλ, κατά τα τέλη του περασμένου αιώνα, με σκοπό τη δημιουργία στην Παλαιστίνη ενός νέου εβραϊκού κράτους, που θα είχε προορισμό να συγκεντρώσει όλους τους Εβραίους που ήταν διεσπαρμένοι στον… … Dictionary of Greek
Γιάφα — (Yafa). Πόλη (348.100 κάτ. το 1999) του Ισραήλ. Βρίσκεται σε ακρωτήριο με στρατηγική θέση στη Μεσόγειο και αναφέρεται για πρώτη φορά σε αιγυπτιακά κείμενα του 16ου αι. π.Χ. Παλαιότερα γραφόταν Γιάφφα. Γνώρισε διαδοχικά την κατοχή των Αιγυπτίων,… … Dictionary of Greek
Ιόππη — Εξελληνισμένος τύπος της ονομασίας της ισραηλινής πόλης Γιάφα. Βλ. λ. Γιάφα· Τελ Αβίβ … Dictionary of Greek
Κατζ, Εφρέμ — (Ephraim Katz, Τελ Αβίβ 1932 – Νέα Υόρκη 1992). Ισραηλινός ιστορικός του κινηματογράφου και συγγραφέας. Σπούδασε νομικά και οικονομικά στο πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ και αμέσως μετά εγκαταστάθηκε στην Αμερική, όπου ασχολήθηκε με τις πολιτικές… … Dictionary of Greek
Μεσανατολικό — Όρος με τον οποίο αποδίδεται η μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ των αραβικών κρατών της Μέσης Ανατολής (Μικρά Ασία, Αραβική χερσόνησος και βορειοανατολική Αφρική) και του Ισραήλ, σχετικά με εδαφικές και άλλες διεκδικήσεις. Η σύγκρουση του 1948 ανάμεσα… … Dictionary of Greek
Μπεν Γκουριόν, Νταβίντ — (Πλονσκ, Πολωνία 1886 – Τελ Αβίβ 1973). Ισραηλινός πολιτικός. Μετά τη διακήρυξη Μπάλφουρ (1917) υπήρξε από τους οργανωτές της εβραϊκής Λεγεώνας και (1921 45) γραμματέας του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος του Ισραήλ (Μαπάι). Οπαδός της συνεργασίας με … Dictionary of Greek